τῆτες

τῆτες
τῆτες, Adv.
A this year, of or in this year, esp. in Com., as Ar.Ach. 15, V.400 (anap.), Fr.148a, cf. Lys.Fr.216 S.; ἡ τ. ἡμέρα this very day, cited as an unusual phrase by Ath.3.98b:—a [dialect] Dor. form [full] τῆδες is cited by Sch.Ar.Ach.15, Suid. s.v. τῆτες, Eust.1618.39; [dialect] Dor. [full] τᾶτες Sch.Ar., Suid. ll. cc.; [full] τῆτα Suid. (Cf. σῆτες, σᾶτες, σατινός; prob. related to ἔτος as σήμερον ([etym.] τήμερον) to ἡμέρα.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τῆτες — this year indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήτες — και σῆτες και δωρ. τ. τῆδες και τᾱτες και τῆτα και σᾱτες Α επίρρ. 1. φέτος, αυτήν τη χρονιά 2. φρ. «ἡ τῆτες ἡμέρα» η σημερινή μέρα, σήμερα ακριβώς Αθήν.. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. τῆτες / σῆτες έχει προέλθει από την αιτ. ενός ουδετέρου, σύνθετου με α΄… …   Dictionary of Greek

  • POSIDON — Graecum Neptuni nomen, quod ex Graeca lingua explicare Grammatici frustra conantur, inquit Bochartus, l. 1. Phaleg, c. 1. cum Africum esse doceat Herdotus, in Euterpe. Verba sunt: Ο᾿υδαμῆ γαρ άπ´ ἀρχῆς Ποσειδίωνος οὔνομα ἔκτηνται, εἰμὴ Λίβυες,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σήμερα — σήμερον ΝΜΑ, και σήμερις και σήμερο και λόγιος τ. σήμερον Ν, και δωρ. τ. σάμερον και αττ. τ. τήμερον και τήμερα Α επίρρ. αυτή την ημέρα, την παρούσα ημέρα, σε αντιδιαστολή προς τη χθεσινή και προς την αυριανή (α. «δεν θα τελειώσουν τη δουλειά… …   Dictionary of Greek

  • σήτειος — εία, ον Α (κατά το Ησύχ.) «νέος». [ΕΤΥΜΟΛ. < σῆτες, άλλο τ. τού τῆτες «φέτος, αυτή την χρονιά»] …   Dictionary of Greek

  • σήτες — και δωρ. τ. σᾱτες Α βλ. τῆτες …   Dictionary of Greek

  • τάτες — Α (δωρ. τ.) βλ. τῆτες …   Dictionary of Greek

  • τήδες — Α επίρρ. βλ. τῆτες …   Dictionary of Greek

  • τήτα — Α επίρρ. βλ. τῆτες …   Dictionary of Greek

  • τήτειος — ον, Α [τῆτες] ο τητινός* …   Dictionary of Greek

  • τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”